- φέρμελη
- η(λ. αλβαν.), αντρικό γιλέκο χρυσοποίκιλτο ή μεταξοκέντητο, που φοριέται με τη φουστανέλα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φέρμελη — η, Ν χρυσοποίκιλτο ή μεταξωτό ανδρικό γιλέκο το οποίο φορούσαν με την φουστανέλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλβ. fermel e] … Dictionary of Greek
fermenea — FERMENEÁ, fermenele, s.f. Haină scurtă făcută din stofă brodată cu fir sau cu mătase, uneori căptuşită cu blană, pe care o purtau odinioară boierii peste anteriu; scurteică îmblănită cu blană de oaie, purtată de ţărani. – Din tc. fermene. Trimis… … Dicționar Român